δημοτικός

δημοτικός
-ή και -ιά, -ό (AM δημοτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες)
2. δημοφιλής, λαοφιλής
3. φρ. α) «δημοτική εκπαίδευση» — πρωτοβάθμια εκπαίδευση
β) «δημοτικό σχολείο» — σχολείο πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης
γ) «δημοτικό συμβούλιο» — το αιρετό, βουλευόμενο όργανο κάθε δήμου
δ) «δημοτικός και κοινοτικός κώδικας» — κωδικοποιημένο σύνολο διατάξεων που ρυθμίζουν τα θέματα τών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
7. «δημοτικά τραγούδια» — λαϊκά δημιουργήματα από ανώνυμους συνήθως στιχουργούς που αναφέρονται σε όλο τον κύκλο τής ανθρώπινης ζωής και εκφράζουν καθολικότερα αισθήματα και αρχές τού λαού για τον κοινωνικό και τον εθνικό βίο
μσν.
1. (συγκρ.) δημοτικώτερος, -α, -ον
1. αυτός που ανήκει σε κατώτερη λαϊκή τάξη
2. φρ. «λόγος δημοτικός» — παροιμία
αρχ.
1. κοινός, συνήθης
2. γνωστός
3. ο λαϊκής καταγωγής
4. φτωχός
5. δημοκρατικός στα φρονήματα
6. καταδεχτικός, ευπροσήγορος
II. το θηλ. ως ουσ. η δημοτική
νεοελλ.
1. η απλή εξελιγμένη μορφή τής ελληνικής γλώσσας, την οποία χρησιμοποιεί φυσικά και αβίαστα ο ελληνικός λαός
2. (κατά τους αρχαϊστές και τους καθαρολόγους) η χυδαία γλώσσα τών αμόρφωτων λαϊκών στρωμάτων
αρχ.
η γραφή που προήλθε από την απλοποίηση τής ιερατικής, ιερογλυφικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
III. το ουδ. εν. ως ουσ. το δημοτικό (Μ δημοτικό)
νεοελλ.
το δημοτικό σχολείο
μσν.
ο λαός ως σύνολο
IV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημοτικά (Α δημοτικά)
νεοελλ.
1. τα δημοτικά τραγούδια
2. οι υποθέσεις, τα θέματα τού δήμου, τών δημοτικών αρχών
αρχ.
οι δημόσιες υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημότης
βλ. και δημόσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημοτικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το λαό ή προέρχεται από αυτόν: Τα δημοτικά τραγούδια είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στην ύπαιθρο. 2. αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στο δήμο ως διοικητική περιφέρεια: Τα δημοτικά τέλη του δήμου μας είναι ιδιαίτερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοτικά — δημοτικός neut nom/voc/acc pl δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc/acc dual δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικώτερον — δημοτικός adverbial comp δημοτικός masc acc comp sg δημοτικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικωτάτων — δημοτικός fem gen superl pl δημοτικός masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικωτέρων — δημοτικός fem gen comp pl δημοτικός masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικῶν — δημοτικός fem gen pl δημοτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικόν — δημοτικός masc acc sg δημοτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικώτατα — δημοτικός adverbial superl δημοτικός neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοτικώτατον — δημοτικός masc acc superl sg δημοτικός neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”